- δυσηλεκτραγωγός
- -ό(για πραγμ.) αυτός που δύσκολα επιτρέπει τη δίοδο τού ηλεκτρισμού μέσα από τη μάζα του («δυσηλεκτραγωγά σώματα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσηλεκτραγωγός, -ός, -ό — (φυσ.), αυτός που δύσκολα αφήνει να περάσει το ηλεκτρικό ρεύμα από τη μάζα του, ο κακός αγωγός του ηλεκτρισμού: Δυσηλεκτραγωγό υλικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)